πιστότητος ὑμῶν ἕνεκα

  • 1πιστότητα — η / πιστότης, ητος, ΝΑ [πιστός (Ι)] η ιδιότητα τού πιστού, το να είναι κανείς πιστός, άξιος εμπιστοσύνης νεοελλ. 1. ακρίβεια, γνησιότητα («η πιστότητα τής μετάφρασης») 2. μετρολ. προσόν ενός οργάνου μετρήσεων το οποίο χαρακτηρίζεται από το… …

    Dictionary of Greek