πιστικός
1πιστικός — 1 liquid masc nom sg πιστικός 2 faithful masc nom sg …
2πιστικός — (I) ή, και ιά, ό / πιστικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστη, πιστός νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) ο πιστικός και η πιστικιά ο μπιστικός, μισθωτός, βοσκός, τσοπάνος μσν. αρχ. το αρσ. ως ουσ. έμπιστος υπάλληλος αρχ …
3πιστικός — ο (από το πιστός), ο μισθωτός τσομπάνος, ο πληρωμένος υπηρέτης, αλλιώς μπιστικός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πιστικά — πιστικός 1 liquid neut nom/voc/acc pl πιστικά̱ , πιστικός 1 liquid fem nom/voc/acc dual πιστικά̱ , πιστικός 1 liquid fem nom/voc sg (doric aeolic) πιστικός 2 faithful neut nom/voc/acc pl πιστικά̱ , πιστικός 2 faithful fem nom/voc/acc dual… …
5πιστικώτερον — πιστικός 1 liquid adverbial comp πιστικός 1 liquid masc acc comp sg πιστικός 1 liquid neut nom/voc/acc comp sg πιστικός 2 faithful adverbial comp πιστικός 2 faithful masc acc comp sg πιστικός 2 faithful neut nom/voc/acc comp sg …
6πιστικωτάτων — πιστικός 1 liquid fem gen superl pl πιστικός 1 liquid masc/neut gen superl pl πιστικός 2 faithful fem gen superl pl πιστικός 2 faithful masc/neut gen superl pl …
7πιστικῶν — πιστικός 1 liquid fem gen pl πιστικός 1 liquid masc/neut gen pl πιστικός 2 faithful fem gen pl πιστικός 2 faithful masc/neut gen pl …
8πιστικόν — πιστικός 1 liquid masc acc sg πιστικός 1 liquid neut nom/voc/acc sg πιστικός 2 faithful masc acc sg πιστικός 2 faithful neut nom/voc/acc sg …
9πιστικώτατα — πιστικός 1 liquid adverbial superl πιστικός 1 liquid neut nom/voc/acc superl pl πιστικός 2 faithful adverbial superl πιστικός 2 faithful neut nom/voc/acc superl pl …
10πιστικώτατον — πιστικός 1 liquid masc acc superl sg πιστικός 1 liquid neut nom/voc/acc superl sg πιστικός 2 faithful masc acc superl sg πιστικός 2 faithful neut nom/voc/acc superl sg …