πιστικός
21πιστικήν — πιστικός 1 liquid fem acc sg (attic epic ionic) πιστικός 2 faithful fem acc sg (attic epic ionic) …
22πιστικῶς — πιστικός 1 liquid adverbial πιστικός 2 faithful adverbial …
23πιστικώτατοι — πιστικός 1 liquid masc nom/voc superl pl πιστικός 2 faithful masc nom/voc superl pl …
24πιστικώτατος — πιστικός 1 liquid masc nom superl sg πιστικός 2 faithful masc nom superl sg …
25πιστικώτερος — πιστικός 1 liquid masc nom comp sg πιστικός 2 faithful masc nom comp sg …
26πιστικωτάτας — πιστικωτάτᾱς , πιστικός 1 liquid fem acc superl pl πιστικωτάτᾱς , πιστικός 1 liquid fem gen superl sg (doric aeolic) πιστικωτάτᾱς , πιστικός 2 faithful fem acc superl pl πιστικωτάτᾱς , πιστικός 2 faithful fem gen superl sg (doric aeolic) …
27πιστικωτέρα — πιστικωτέρᾱ , πιστικός 1 liquid fem nom/voc/acc comp dual πιστικωτέρᾱ , πιστικός 1 liquid fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) πιστικωτέρᾱ , πιστικός 2 faithful fem nom/voc/acc comp dual πιστικωτέρᾱ , πιστικός 2 faithful fem nom/voc comp… …
28μπιστικός — και πιστικός, ή, ό 1. έμπιστος, πιστός, αφοσιωμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ο μπιστικός ή ο πιστικός βοσκός που εργάζεται με μισθό, μισθωτός ποιμένας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιστικός < πιστός, κατά το σχήμα αφέντης αφεντικός. Ο τ. μπιστικός < μπιστός] …
29ИОАННУ — [Жоанну; греч. Ιωάννου; франц. Joannou] Периклес Пьер (1904 12.01.1972), канонист, церковный историк и византолог греч. происхождения и греко католич. исповедания. Защитил докт. диссертацию по византинистике и новогреч. филологии в Мюнхенском ун… …