1πιπαλίς — lizard fem nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2πιπαλίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ παρά τισι χαλκίς, παρὰ δὲ ἐνίοις σαύρα» …
Dictionary of Greek