πιναρός
1πιναρός — dirty masc nom sg …
2πιναρός — και πινηρός, ά, όν, Α γεμάτος λίγδα, ρυπαρός, ακάθαρτος (α. «πιναρὰν κόμαν», Ευρ. β. «πιναρὸν κάρα», Ευπ.) γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. –αρός (πρβλ. λιπ αρός)] …
3πιναρά — πιναρός dirty neut nom/voc/acc pl πιναρά̱ , πιναρός dirty fem nom/voc/acc dual πιναρά̱ , πιναρός dirty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4πιναρῶν — πιναρός dirty fem gen pl πιναρός dirty masc/neut gen pl …
5πιναρόν — πιναρός dirty masc acc sg πιναρός dirty neut nom/voc/acc sg …
6πιναραῖς — πιναρός dirty fem dat pl …
7πιναροῖς — πιναρός dirty masc/neut dat pl …
8πιναροῖσι — πιναρός dirty masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
9πιναροῖσιν — πιναρός dirty masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
10πιναρᾷ — πιναρός dirty fem dat sg (attic doric aeolic) …