πινακίς
1πινακίς — codicils fem nom sg …
2πινακίς — ἡ, ΜΑ βλ. πινακίδα …
3πινακίδα — πινακίς codicils fem acc sg …
4πινακίδας — πινακίς codicils fem acc pl …
5πινακίδες — πινακίς codicils fem nom/voc pl …
6πινακίδι — πινακίς codicils fem dat sg …
7πινακίδος — πινακίς codicils fem gen sg …
8πινακίσι — πινακίς codicils fem dat pl …
9πινακίσιν — πινακίς codicils fem dat pl …
10πινακίδα — η / πινακίς, ίδος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. μικρή πλάκα, ξύλινη ή μεταλλική, πάνω σε θύρα, τοίχο, διάδρομο, συρτάρι, δρόμο, διασταύρωση, η οποία φέρει επιγραφή, η ταμπέλα 2. ειδικό πλαίσιο με τον αριθμό κυκλοφορίας οχήματος μσν. αρχ. μικρό πινάκιο, δέλτος… …
Страницы
- 1
- 2