Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πιλότος

См. также в других словарях:

  • πιλότος — ο, Ν 1. ο πλοηγός 2. ο χειριστής αεροσκάφους 3. κοινή ονομασία τού ακανθοπτερύγιου ψαριού ναυκράτης 4. φρ. «αυτόματος πιλότος» διάταξη που χρησιμοποιείται για την αυτόματη πλοήγηση τών αεροσκαφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piloto < παλαιότ. αμάρτυρο …   Dictionary of Greek

  • πιλότος — ο (λ. ιταλ.), οδηγός, κυβερνήτης, τιμονιέρης πλοίου ή αεροπλάνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτόματος πιλότος — Σύστημα αυτόματης κατεύθυνσης, εγκατεστημένο σε βαλλιστικά βλήματα και αεροπλάνα, και χρησιμοποιούμενο, μαζί με άλλες αυτόματες συσκευές, ακόμα και σε υποβρύχια και σκάφη επιφάνειας. Χρησιμοποιείται επίσης για την κατεύθυνση των τορπιλών. Τον… …   Dictionary of Greek

  • αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο …   Dictionary of Greek

  • πιλοτάρω — Ν·1. κατευθύνω πλοίο ως πιλότος, ως πλοηγός 2. κυβερνώ, διευθύνω με τους απαραίτητους χειρισμούς αεροσκάφος ή όχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pilotare (βλ. λ. πιλότος)] …   Dictionary of Greek

  • Άρμστρονγκ, Νιλ Όλντεν — (Neil Alden Armstrong, Οχάιο 1930 –). Αμερικανός αστροναύτης. Ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε στη Σελήνη. Πήρε δίπλωμα πιλότου το 1946, σπούδασε αεροναυτική μηχανική, εργάστηκε για επτά χρόνια ως πιλότος δοκιμαστής στη βάση Έντουαρντς της… …   Dictionary of Greek

  • Εξιπερί, Αντουάν ντε Σεντ — (Antoine de Saint Exupéry, Λιόν 1900 – 1944). Γάλλος αεροπόρος και συγγραφέας. Σταδιοδρόμησε ως αεροπόρος και, μάλιστα, υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους πιλότους νυχτερινών πτήσεων, αφού πραγματοποιούσε από το 1929 τακτικά νυχτερινά δρομολόγια… …   Dictionary of Greek

  • Κόλινς, Μάικλ — I (Michael Collins, Κλονακίλτι 1890 – Μπίλνα Μπλαθ 1922). Ιρλανδός πολιτικός, ήρωας του πολέμου της ανεξαρτησίας και ένας από τους ιδρυτές της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας. Σε πολύ νεαρή ηλικία προσχώρησε στην επαναστατική παράταξη της Ιρλανδικής… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»