πικρῶν

  • 1πικρῶν — πίκρα antidote fem gen pl πικράζω taste bitter fut part act masc voc sg πικράζω taste bitter fut part act neut nom/voc/acc sg πικράζω taste bitter fut part act masc nom sg (attic epic ionic) πικρός pointed fem gen pl πικρός pointed masc/neut gen… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… …

    Dictionary of Greek

  • 3Ζευγώλη-Γλέζου, Διαλεχτή — (Απείρανθος, Νάξος 1907 – 1996). Ποιήτρια και λαογράφος, σύζυγος του λογοτέχνη Πέτρου Γλέζου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από νωρίς άρχισε να ασχολείται με τη συλλογή λαογραφικού και γλωσσικού υλικού της ιδιαίτερη… …

    Dictionary of Greek

  • 4Ντ’ Ανούντσιο, Γκαμπριέλε — (Gabriele D’Annunzio, Πεσκάρα 1863 – Γκαρντόνε Ριβιέρα, Μπρέσια 1938). Ιταλός ποιητής και συγγραφέας. Το 1879 δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο Primo vere καρντουτσιανής μίμησης και το 1881 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου γρήγορα έγινε ο πρωταγωνιστής της …

    Dictionary of Greek

  • 5πικρές ουσίες — Φάρμακα ή δρόγες φυτικής προέλευσης με πολύ πικρή και δυσάρεστη γεύση, γενικά παράγωγα ή ενώσεις αλκαλοειδών· χρησιμοποιούνται συνήθως ως στομαχικά ή ορεκτικά. Πολύ διαδομένες είναι οι πικρές ουσίες που προέρχονται από τη ρίζα της γεντιανής και… …

    Dictionary of Greek

  • 6Χάουπτμαν, Γκέρχαρτ — (Hauptmann, Όμπερζάλτσμπρουν, Σιλεσία 1862 – Αγκνέτεντορφ, Σιλεσία 1946). Γερμανός λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Άρχισε μια πολύμορφη λογοτεχνική δραστηριότητα που δεν έμεινε αμέτοχη σε όλα τα αισθητικά ρεύματα της εποχής του. Στο ποίημα… …

    Dictionary of Greek