πικρίζω
1πικρίζω — πικρίζω, πίκρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: πικραίνω – πικρίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το πικραίνω αναφέρεται σε αισθήματα πίκρας, ενώ το πικρίζω σε πικρή γεύση …
2πικρίζω — Ν ΜΑ [πικρός] έχω πικρή γεύση (α. «τα χόρτα πικρίζουν» β. «πικρίζειν ἐν τῇ γεύσει», Ορειβ.) νεοελλ. 1. γίνομαι πικρός, αποκτώ πικρή γεύση 2. καθιστώ κάτι πικρό, δίνω πικρή γεύση σε κάτι …
3πικρίζω — πίκρισα, πικρισμένος, αμτβ., είμαι πικρός, έχω γεύση πικρή: Το γλυκό πικρίζει λίγο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πικριζόντων — πικρίζω to be pres part act masc/neut gen pl πικρίζω to be pres imperat act 3rd pl …
5πικρίζει — πικρίζω to be pres ind mp 2nd sg πικρίζω to be pres ind act 3rd sg …
6πικρίζον — πικρίζω to be pres part act masc voc sg πικρίζω to be pres part act neut nom/voc/acc sg …
7πικρίζοντα — πικρίζω to be pres part act neut nom/voc/acc pl πικρίζω to be pres part act masc acc sg …
8πικρίζων — πικρίζω to be pres part act masc nom sg …
9πικραίνω — πικραίνω, πίκρανα βλ. πίν. 44 Σημειώσεις: πικραίνω – πικρίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το πικραίνω αναφέρεται σε αισθήματα πίκρας, ενώ το πικρίζω σε πικρή γεύση …
10ξεπικρίζω — 1. χάνω την πικράδα μου 2. κάνω κάτι να χάσει την πικράδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πικρίζω] …
- 1
- 2