1πιδυλίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πιδακόεσσα», γεμάτη πηγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδ αξ (βλ. και πίδακας) + επίθημα υλ ίς (πρβλ. ατρακτ υλίς)] …
Dictionary of Greek
2πιδυλίδα — πιδυλίς fem acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3πηδυλίς — Α (κατά τον Ησύχ.) (δ. γρφ.) πιδυλίς* …
Dictionary of Greek