Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πιάτα

  • 1 греметь

    грем||еть
    несов
    1. βροντῶ, μπουμπουνί-ζω/ ἀντηχῶ (о музыке) / κουδουνίζω (звенеть):
    гром \греметьит βροντάει· \греметь ключами (посу́дой) βροντῶ τά κλειδιά (τά πιάτα)-2. перен (об имени, славе) κάνω πάταγο.

    Русско-новогреческий словарь > греметь

  • 2 перебить

    перебить
    сов
    1. см. перебива́ть·
    2. (руку, ногу) χτυπώ, σπάνω·
    3. (посуду и т. п.) σπάζω (όλα, πολλά), κάνω θρύ-ψαλλα:
    \перебить все тарелкн σπάζω ὀλα τά πιάτα·
    4. (убить \перебить о многих) σκοτώνω, σφάζω (πολλούς):
    \перебить весь скот σφάζω (или σκοτώνω) ὀλα τά ζώα \перебиться
    1. (разбиться) σπάνω (άμβτ.) (γιά πολλά):

    Русско-новогреческий словарь > перебить

  • 3 переколоть

    переколоть
    сов
    1. см. перека́лывать -Ιο2· СМ· пеРекалывать 1· \переколоть дрова́ κόβω ξύλα· · всю посу́ду σπάζω ὅλα τά πιάτα·
    3. (исколоть) разг κατατρυτπδ:
    \переколоть все руки булавками κατατρυπῶ τά δάχτυλα μου μέ τις καρφίτσες.

    Русско-новогреческий словарь > переколоть

  • 4 посудный

    посудн||ый
    прил τῶν σκευών:
    \посудныйое полотенце ἡ πετσέτα γιά τά πιάτα

    Русско-новогреческий словарь > посудный

  • 5 вымыть

    -мою, -моешь ρ.σ.μ.
    1. πλένω, πλύνω• νίβω, νίπτω•

    вымыть посуду πλένω τα πιάτα•

    -бельё πλένω τα ασπρόρουχα.

    2. ξεπλένω•

    вымыть почву ξεπλένω το έδαφος.

    || κάνω νεροφάγωμα ή λάκκο.
    πλένομαι, πλύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вымыть

  • 6 колотить

    -лочу, -лотишь
    ρ.δ. μ.
    1. χτυπώ κρούω.
    2. κοπανίζω, καθαρίζω χτυπώντας.
    3. ξυλοκοπώ, ζυλίζω, μπαγλαρώνω. || μτφ. καταφέρω χτυπήματα.
    4. σπάζω, θραύω•

    колотить тарелки σπάζω τα πιάτα.

    5. τρέμω•

    меня -ла лихорадка τρέμω από τον πυρετό, με ταράζει ο πυρετός•

    меня так и -ит от страха τρέμω από το φόβο.

    1. χτυπώ, χτυπιέμαι, προσκρούω. || χτυπώ δυνατά•

    сердце -ится η καρδιά χτυπά δυνατά.

    2. καταβάλλω προσπάθειες, χτυπιέμαι, πελέκι έμαι. || δυστυχώ, φτωχοδέρνω, με δέρνει η φτώχεια.

    Большой русско-греческий словарь > колотить

  • 7 очистить

    очищу, очистишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очищенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καθαρίζω, παστρεύω•

    очистить двор καθαρίζω την αυλή•

    очистить сапоги от грязи καθαρίζω τις μπότες από τις λάσπες•

    очистить дно бассеина καθαρίζω τον πυθμένα της δεξαμενής.

    || κάνω τι διαυγές. || μτφ. απαλλάσσω•

    очистить язык от излишних иностранных слов καθαρίζω τη γλώσσα από τις περισσές ξένες λέξεις.

    || μτφ. εξαγνίζω.
    2. ξεφλουδίζω απολεπίζω αφαιρώ το τσόφλι.
    3. εκκαθαρίζω, κάνω εκκαθάριση (από τους ανίκανους, ανεπιθύμητους κ.τ.τ.). || εγκαταλείπω• αδειάζω•

    жильцы -ли квартиру οι ενοικιαστές μας άδειασαν το διαμέρισμα.

    4. τρώγω, αδειάζω•

    он -ил две тарелки кашу αυτός καταβρόχθισε δυο πιάτα κουρκούτι.

    || εκκενώνω•

    очистить почтовый ящик αδειάζω το γραμματοκιβώτιο.

    5. (απλ.) κατακλέβω.
    6. παλ. απαλλάσσω (από χρέη).
    1. καθαρίζω, καθαρίζομαι•

    спирт -лся το οινόπνευμα καθάρισε (έγινε διαυγές)•

    воздух -лся ο αέρας καθάρισε•

    нбо -лось ο ουρανός (ξε)καθάρισε.

    || μτφ. αποκαθαίρομαι, εξαγνίζομαι.
    2. παλ. μένει κέρδος, όφελος.

    Большой русско-греческий словарь > очистить

  • 8 разронять

    ρ.σ.μ. μου πέφτουν•

    он -ял все тарелки του έπεσαν όλα τα πιάτα.

    Большой русско-греческий словарь > разронять

  • 9 тарелка

    θ.
    1. πιάτο, πινάκιο. || μερίδα φαγητού, ένα πιάτο φαγητό•

    он четыре -и съел αυτός έφαγε τέσσερα πιάτα (φαγητό)..

    2. πλθ. -и τα κύμβαλα (μουσικό όργανο).
    3. κάθε αντικείμενο πι,νακοειδές.
    εκφρ.
    быть не в своей -е – δεν έχω κέφι.

    Большой русско-греческий словарь > тарелка

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»