πη-ρός

  • 1Ρος — (Ross). Επώνυμο 2 Άγγλων εξερευνητών. 1. Τζέιμς (Λονδίνο 1800 – Έιλσμπερι 1862). Ήταν ένας από τους πιο τολμηρούς και τυχερούς εξερευνητές των πόλων και συνέβαλε πολύ στη γνώση του αρκτικού καναδικού αρχιπελάγους και της παράκτιας διαμόρφωσης της …

    Dictionary of Greek

  • 2Ρος, Ρόναλντ — (Ross, 1857 – 1932). Άγγλος γιατρός και βακτηριολόγος. Σπούδασε ιατρική και υπηρέτησε σαν στρατιωτικός γιατρός στον αγγλικό στρατό των Ινδιών. Ο διορισμός του στη θέση αυτή τον βοήθησε στις έρευνές του για τα αίτια της ελονοσίας. Διαπίστωσε τότε… …

    Dictionary of Greek

  • 3Κλαρκ, Αλεξάντερ Ρος — (Alexander Ross Clarke, Ρέντινγκ 1828 – Ρεϊγκέιτ 1914). Άγγλος γεωδαίτης (επιστήμονας που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και του μεγέθους της γήινης επιφάνειας ή εκτάσεών της). Προσδιόρισε δύο φορές, το 1866 και το 1880, τις… …

    Dictionary of Greek

  • 4Λα Φαγιέτ, Μαρί Ζοζέφ Πολ Ιβ Ρος Ζιλμπέρ Μοτιέ, μαρκήσιος του- — (Marie Joseph Paul Yves Roch Gilbert du Motier marquis de La Fayette, Σαβανιάκ 1757 – Παρίσι 1834). Γάλλος στρατηγός και πολιτικός. Ενθουσιασμένος από την αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, οδηγήθηκε νεότατος στην Αμερική για να συμμετάσχει… …

    Dictionary of Greek

  • 5Ντε λα Ρος — (De la Roche). Επώνυμο οικογένειας Βουργουνδών ηγεμόνων ελληνικών περιοχών επί φραγκοκρατίας. Βλ. λ. Δελαρός …

    Dictionary of Greek

  • 6Όθων ντε λα Ρος — (Otton de la Roche). Βλ. λ. Δελαρός …

    Dictionary of Greek

  • 7Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …

    Dictionary of Greek

  • 8μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …

    Dictionary of Greek

  • 9γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… …

    Dictionary of Greek

  • 10χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …

    Dictionary of Greek