πηρός
1πηρός — disabled in a limb masc nom sg …
2πῆρος — loss of strength neut nom/voc/acc sg …
3πηρός — ά, όν, Α 1. αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα μέλος τού σώματός του, ανάπηρος, σακάτης («πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ ἄρ ὄμμασι», Ανθ. Παλ.) 2. συνεκδ. ο πνευματικά ανάπηρος, ο διανοητικά ελαττωματικός, κουτός («ἀμβλεῑς καὶ πηροὶ», Φίλ.) 3. (για… …
4πήρος — ους και αιολ. τ. πᾱρος, εος, τὸ, Α απώλεια δύναμης, εξάντληση, εξασθένηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί υποχωρητ. παρ. τού ρ. πηρῶ (< πηρός) και έχει πιθ. σχηματιστεί κατά τους σιγματικούς τ. σε πηρής < πηρός (πρβλ. α πηρής, πανα πηρής)] …
5πηρά — πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl πηρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual πηρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
6πηρόν — πηρός disabled in a limb masc acc sg πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc sg …
7πηραί — πηρός disabled in a limb fem nom/voc pl …
8πηροῖς — πηρός disabled in a limb masc/neut dat pl πηρόω maim pres opt act 2nd sg πηρόω maim pres subj act 2nd sg πηρόω maim pres ind act 2nd sg …
9πηροί — πηρός disabled in a limb masc nom/voc pl πηρόω maim pres subj mp 2nd sg πηρόω maim pres ind mp 2nd sg πηρόω maim pres subj act 3rd sg …
10πηροῦ — πηρός disabled in a limb masc/neut gen sg πηρόω maim pres imperat mp 2nd sg πηρόω maim imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …