πηρός
41πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… …
42πηρώδης — ες, Α [πηρός] ακρωτηριασμένος, ανάπηρος …
43ταλαίπωρος — η, ο / ταλαίπωρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που υποφέρει, που υφίσταται πολλά, βασανισμένος, κακοπαθημένος 2. κακόμοιρος, δυστυχισμένος, δύστυχος αρχ. 1. αυτός που υφίσταται βαριές και επίπονες εργασίες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταλαίπωρον α) σκληρότητα β)… …
44φρενεμπάρωτος — Α (κατά τον Ησύχ.) «βλαψίφρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ἐν + πηρῶ / πᾱρῶ (< πηρός «ανάπηρος»)] …
45ԹԵՐԻ — (րւոյ կամ րոյ, րեաց.) NBH 1 0807 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. λοιπῶν, οῦσα, όν relictus, qui superest, inferior, minor πηρός mancus Միով կողմամբ պակասաւոր. յետնեալ իւիք մասամբ. կիսատ. անկատար.… …
46ԽԵՂ — (ի) NBH 1 0938 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 11c, 12c, 13c πηρός, ἁνάτηρος, λωβός mancus, mutilus որ եւ κυλλός, κολοβός . (լծ. ընդ հյ. կաղ, եւ տգեղ. եւ թ. գօլագ, չօլագ.) Արատաւոր կամ պակասաւոր անդամօք. հաշմ. սագատ, չարփըգ.… …
47ՓԵՑԻ — (ցւոյ, ցեաց.) NBH 2 0941 Chronological Sequence: 10c գ. πηρός, πηρωθρίς mancus. Գօսացեալ ձեռօք. խեղ. հաշմ. ձեռքը թեւը սախտած. ... *Յաչացն վնասեալ՝ կոյր կոչի, եւ յականջացն՝ խուլ, յոտիցն՝ կաղ, եւ ʼի ձեռացն՝ փեցի. Խոսր …
48λυπηρός — λῡπηρός , λυπηρός painful masc nom sg …
49παραί — παρά beside epic (indeclform prep) πᾱραί , πηρός disabled in a limb fem nom/voc pl (doric) …
50παρεῖσ' — παρεῖσα , παρέζομαι sit beside aor ind act 1st sg (epic) παρεῖσο , παρέζομαι sit beside plup ind mp 2nd sg παρεῖσο , παρέζομαι sit beside perf imperat mp 2nd sg παρεῖσε , παρέζομαι sit beside aor ind act 3rd sg (epic) παρεῖσαι , παρέζομαι sit… …