πηρός

  • 31δεξιόπηρος — δεξιόπηρος, ον (Α) τυφλός στο δεξί μάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + πηρός «ανάπηρος, σακάτης»] …

    Dictionary of Greek

  • 32πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …

    Dictionary of Greek

  • 33πήμα — τὸ, Α 1. πάθημα, δυστύχημα, συμφορά («πῆμα θεὸς Δαναοῑσι κυλίνδει», Ομ. Ιλ.) 2. (για τους άθλους που επιβλήθηκαν στον Ηρακλή) βαρύς μόχθος («πολλῶν σοφιστὴς πημάτων ἐγιγνόμην», Ευρ.) 3. μτφ. (για πρόσ.) ὁλεθρος, καταστροφή, βάσανο, πληγή («πῆμα… …

    Dictionary of Greek

  • 34παραπηρούμαι — όομαι, Α ακρωτηριάζομαι, μένω ανάπηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πηροῦμαι (< πηρός «ανάπηρος»)] …

    Dictionary of Greek

  • 35πηροδάκτυλος — η, ο, Ν ιατρ. αυτός που πάσχει από πηροδακτυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + δάκτυλος (< δάκτυλο), πρβλ. ροδο δάκτυλος] …

    Dictionary of Greek

  • 36πηρομελής — ές, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει πηρομέλεια, δυσμορφία ενός μέλους τού σώματος αρχ. αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα ή περισσότερα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + μελής (< μέλος), πρβλ. μικρο μελής, περισσο μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 37πηρόμυσκος — ο, Ν ζωολ. γένος μικρόσωμων μυόμορφων τρωκτικών τού Νέου Κόσμου με 60 περίπου είδη που ζουν από την Αλάσκα ώς τη Νότια Αμερική και αναπαράγονται συνεχώς, γι αυτό και χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peromyscus …

    Dictionary of Greek

  • 38πηρόπους — ο, Ν αυτός που πάσχει από πηροποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύ πους] …

    Dictionary of Greek

  • 39πηρότης — ητος, ἡ Μ [πηρός] πήρωοη, αναπηρία, ακρωτηριασμός, ατέλεια …

    Dictionary of Greek

  • 40πηρόχειρ — ο, η, Ν αυτός που πάσχει από πηροχειρία, κουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + χειρ, χειρός «χέρι» (πρβλ. αυτό χειρ)] …

    Dictionary of Greek