-
1 вилка
-
2 вилка
[βίλκα] ουσ. θ. πηρούνι -
3 вилка
[βίλκα] ουσ θ πηρούνι -
4 вилка
-и θ.1. πηρούνι, περόνη.2. δάιρανο, -ιάνι, τρίκρανο (γεωργικό εργαλείο).3. στρατ. λαβίδα.4. βύσμα ηλεκτρικό, φις.
См. также в других словарях:
πηρούνι — το, Ν βλ. πιρούνι … Dictionary of Greek
πιρούνι — και πηρούνι, το, Ν επιτραπέζιο σκεύος φαγητού, γνωστό από την αρχαιότητα, το οποίο αποτελείται από στέλεχος, τη λαβή, και από δύο, τρεις ή τέσσερεις αιχμές συνεχόμενες με το στέλεχος και χρησιμοποιείται προκειμένου για στερεά τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
piron — PIRÓN, piroane, s.n. Cui (de oţel) lung şi gros, curbat (în unghi drept) la unul din capete şi folosit la îmbinarea pieselor unei construcţii de lemn, la fixarea unui obiect greu pe perete etc.; p. gener. cui mare. ♢ expr. (fam.) A face (la)… … Dicționar Român