Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πηρούνι

См. также в других словарях:

  • πηρούνι — το, Ν βλ. πιρούνι …   Dictionary of Greek

  • πιρούνι — και πηρούνι, το, Ν επιτραπέζιο σκεύος φαγητού, γνωστό από την αρχαιότητα, το οποίο αποτελείται από στέλεχος, τη λαβή, και από δύο, τρεις ή τέσσερεις αιχμές συνεχόμενες με το στέλεχος και χρησιμοποιείται προκειμένου για στερεά τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • piron — PIRÓN, piroane, s.n. Cui (de oţel) lung şi gros, curbat (în unghi drept) la unul din capete şi folosit la îmbinarea pieselor unei construcţii de lemn, la fixarea unui obiect greu pe perete etc.; p. gener. cui mare. ♢ expr. (fam.) A face (la)… …   Dicționar Român

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»