πηνῖτις
1πηνίτις — Επωνυμία της θεάς Αθηνάς στην αρχαιότητα, με την οποία λατρευόταν για την επίδοσή της στις τέχνες. Προέρχεται από τη λέξη «πηνίον» (= αδράχτι) και σημαίνει την υφάντρια. * * * και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, άτιδος, ἡ, Α (ως επίθ. τής Αθηνάς) η… …
2πηνῖτιν — πηνῖτις the weaver fem acc sg …
3Πανίτις — ἡ, Α βλ. Πηνίτις …
4πανάτις — πανάτις, άτιδος, ἡ (Α) βλ. πηνῑτις …
5Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …