πηλό-χυτος

  • 1κηρόχυτος — η, ο (Α κηρόχυτος, ον) ο κατασκευασμένος από χυτό κερί νεοελλ. φρ. «κηρόχυτες γραμμές» α) οι γραμμές τών τσιγκογραφικών πλακών που κατασκευάζονται με κηροχάραξη β) οι γραμμές που αποτελούν το σχέδιο τού υφάσματος μπατίκ το οποίο πρόκειται να… …

    Dictionary of Greek

  • 2πηλόχυτος — ον, Α κατασκευασμένος από πηλό που χύθηκε μέσα σε μήτρα, σε καλούπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + χυτός (< χέω)] …

    Dictionary of Greek