πηλός
91πηλοπλάθος — ὁ, Α αυτός που πλάθει τον πηλό, που κατασκευάζει πήλινα αγγεία, πηλοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + πλάθος (< θ. πλαθ τού πλάσσω, πρβλ. πλάθ ανον), πρβλ. χυτρο πλάθος] …
92πηλοπλάστης — ο, Ν αυτός που πλάθει τον πηλό, ο κεραμέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κερο πλάστης] …
93πηλοπλάτων — ωνος, ὁ, Α (κωμ. λ.) λασποπλάστης, αυτός που ανακατεύει τη λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + πλάτων] …
94πηλοποιός — ὁ, Α ο πηλοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + ποιός*] …
95πηλοστρόφιον — τὸ, Α μηχάνημα για τη ζύμωση οικοδομικού πηλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + στρόφιον (< στρόφος < στρέφω)] …
96πηλουργό — όν, Α 1. αυτός που κατεργάζεται τον πηλό 2. το αρσ. ως ουσ. ο πηλοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + ουργός (< ἔργον*)] …
97πηλοφόρος — ο / πηλοφόρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. εργάτης που μεταφέρει πηλό με το πηλοφόρι, ο βοηθός κτίστη μσν. αρχ. 1. αυτός που μεταφέρει πηλό 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροτέχνης, μισθωτός». [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + φόρος*] …
98πηλοφύρατος — ον, Μ ζυμωμένος, ανακατεμένος με πηλό («άνθρωποι πηλοφύρατοι, χωμάτινοι τήν πλάσιν», Κων. Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + φύρατος (< φυρῶ), πρβλ. νεο φύρατος] …
99πηλοχρισία — η, Ν η επάλειψη με πηλό, με λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + χρίσις (< χρίω) + κατάλ. ία] …
100πηλόβιος — α, ο Ν 1. αυτός που ζει μέσα στη λάσπη 2. το αρσ. ως ουσ. κολεόπτερο έντομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + βίος] …