πηλός
41Πηλεύς — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αίγυπτο και μαρτύρησε στη φωτιά μαζί με το συμπατριώτη του Νείλο. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. * * * έως, ο, ΝΜΑ, και Πηλέας Ν, και επικ. τ, γεν. ήος ή έος και αττ. αιτ. ή, Α… …
42άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… …
43ίγδις — ἴγδις, εως και ἴγδη, ἡ (Α) 1. το γουδί 2. είδος χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λίγδος «πηλός» και έχει παράλλ. τ. ίγδη] …
44αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …
45αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …
46ακρόπηλος — ἀκρόπηλος, ον (Α) αυτός τού οποίου η επιφάνεια είναι γεμάτη πηλό, λάσπη· [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πηλός] …
47απομάκρυνση — (Γεωλ.). Η επιφανειακή φθορά βραχώδους ή παγετώδους εδάφους και η μετακίνηση των λεπτόκοκκων υλικών που παράγονται από αυτή τη φυσική διαδικασία. Η απώλεια αυτή οφείλεται είτε σε μηχανική δράση (άμμος, πηλός, κροκάλες κλπ.) είτε σε χημική (ουσίες …
48αστέρας — ο (AM ἀστήρ, έρος) 1. αυτόφωτο ουράνιο σώμα, άστρο 2. έξοχος, υπέροχος («αστέρες του κινηματογράφου» «φανερώτατον ἀστέρ Ἀθήνας», για τον Ιππόλυτο Ευρ.) νεοελλ. 1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός 2. κόσμημα ή παράσημο σε σχήμα άστρου μσν. νεοελλ.… …
49γλοία — και γλία, η (AM γλία, Α και γλοία και γλοιά) κόλλα, κολλώδης ουσία·|| νεοελλ. ο ερειστικός ιστός ο οποίος περιβάλλει τα νευρικά κύτταρα τών Σπονδυλόζωων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλία ανάγεται σε IE *glei «κολλώ, αλείφω», απ όπου και τα γλίχομαι, γλοιός,… …
50γλοιός — (I) γλοιός, ά, όν (AM) αυτός που ξεφεύγει εύκολα, ο υποκριτής, ο πανούργος αρχ. νωθρός, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλοιός, ο]. (II) ο (Α γλοιός) κάθε κολλώδης ή λιπαρή ουσία, κόλλα αρχ. 1. λάδι και σκόνη, που αφαιρείται με τη στλεγγίδα απ το σώμα τών …