πηλός

  • 101πηλόγονος — ον, πληθ. και πηλαγόνες, Α (για γίγαντες) γεννημένοι από πηλό, που γεννήθηκαν από τη Γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + γονος (< γόνος < γίγνομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 102πηλόδετος — ον, Α δεμένος, συναρμολογημένος με λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + δετός (< δέω)] …

    Dictionary of Greek

  • 103πηλόδομος — ον, Α χτισμένος με λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + δομος (< δέμω «κατασκευάζω»), πρβλ. μουσό δομος] …

    Dictionary of Greek

  • 104πηλόπλαστος — ον, Α (σχετικά με τον άνθρωπο) πλασμένος από πηλό.. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + πλαστός (< πλάσσω), πρβλ. κηρό πλαστος] …

    Dictionary of Greek

  • 105πηλότροφος — ον, Α αυτός που μεγάλωσε, που συνήθισε τη λάσπη ή το πολύ μαλακό έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + τροφος (< τρέφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 106πηλόφυρτος — ον, Μ ο πηλοφύρατος* [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + φυρτος (< φύρω «ανακατεύω»), πρβλ. αιμό φυρτος] …

    Dictionary of Greek

  • 107πηλόχριστος — η, ο, Ν αλειμμένος με λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + χριστός (< χρίω). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Β. Στάη] …

    Dictionary of Greek

  • 108πηλόχτιστος — η, ο, Ν χτισμένος με πηλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + χτιστός (< χτίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 109πηλόχυτος — ον, Α κατασκευασμένος από πηλό που χύθηκε μέσα σε μήτρα, σε καλούπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + χυτός (< χέω)] …

    Dictionary of Greek

  • 110πηλώ — όω, Α [πηλός] 1. αλείφω, επιχρίω με πηλό 2. μέσ. πηλοῡμαι αλείφομαι με πηλό 3. παθ. λασπώνομαι, λερώνομαι με λάσπη …

    Dictionary of Greek