πηλείδη
1Πηλείδη' — Πηλείδῃ , Πηλείδης son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) Πηλεΐδῃ , Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic aeolic) Πηλείδῃ , Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) …
2Πηλείδη — Πηλείδης son of Peleus masc voc sg Πηλεΐδη , Πηλεύς son of Peleus masc voc sg (aeolic) Πηλεύς son of Peleus masc voc sg (epic) …
3Πηλείδῃ — Πηλείδης son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) Πηλεΐδῃ , Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic aeolic) Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) …
4Πηλείδηι — Πηλείδῃ , Πηλείδης son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) Πηλεΐδῃ , Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic aeolic) Πηλείδῃ , Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) …
5ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… …
6υποκλονούμαι — έομαι, Α [κλονοῡμαι] (ποιητ. τ.) παθ. 1. υφίσταμαι κλονισμό, κλονίζομαι έτσι ώστε να πέσω («ἀμφὶ δὲ πάντη κρημνοὶ ὑπεκλονέοντο Καφηρέος», Κόϊντ.) 2. συγκλονίζομαι, ταράζομαι από κάποιον («εἰ δ ἂν ἐγὼ τούτους μὲν ὑποκλονέεσθαι ἐάσω Πηλείδῃ Ἀχιλῆι» …