πηλαμυδεῖον
1πηλαμυδείον — τὸ, Α [πηλαμύς, ύδος] μέρος τής θάλασσας με πολλές παλαμίδες …
2πηλαμυδεῖα — πηλαμυδεῖον fishing ground for tunnies neut nom/voc/acc pl …
1πηλαμυδείον — τὸ, Α [πηλαμύς, ύδος] μέρος τής θάλασσας με πολλές παλαμίδες …
2πηλαμυδεῖα — πηλαμυδεῖον fishing ground for tunnies neut nom/voc/acc pl …