1πηγάσειος — εία, ον, Α αυτός που ανήκει στον Πήγασο («Πηγάσειον... πτερόν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πήγασος + κατάλ. ειος (πρβλ. πηγάν ειος)] …
Dictionary of Greek
2Πηγάσειον — Πηγάσειος Pro Quinct. masc acc sg Πηγάσειος Pro Quinct. neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)