πεύθω

  • 1πευθώ — tidings fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πευθώ — οῡς, ἡ, Α αναγγελία, ανακοίνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύθομαι + επίθημα ώ (πρβλ. φειδ ώ: φείδομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 3πεύθω — Α βλ. πεύθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυνθάνομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 4νεοπευθής — νεοπευθής, ές (Α) αυτός που έγινε γνωστός πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. πολυ πευθής] …

    Dictionary of Greek

  • 5πευθήν — ῆνος, ὁ, Α 1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος 2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι 3. περίεργος, αδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ τού πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. ἀ πτ ήν: πέτομαι, λειχ ήν: λείχω)] …

    Dictionary of Greek

  • 6πολυπευθής — ές, Α φρ. «ἑβδόμη πολυπευθής» η μέρα κατά την οποία πολλοί ζητούσαν προβλέψεις για το μέλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. νεο πευθής] …

    Dictionary of Greek

  • 7πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… …

    Dictionary of Greek

  • 8πυστός — ή, όν, ΜΑ 1. γνωστός, ξακουστός 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐκ τοῡ πεύθω, ὅ σημαίνει τὸ ἀκούω, γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἐξάκουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα». [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πυθ τος < θ. πυθ τού πυ ν θάνομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 9φιλοπευθής — ές, ΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει να ρωτά 2. (κατ επέκτ.) φιλομαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. νεο πευθής] …

    Dictionary of Greek

  • 10φιλοπεύστης — ὁ, Α φιλοπευθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πεύστης (< πεύθω «πληροφορούμαι»)] …

    Dictionary of Greek