πεφήσεται

  • 1πεφήσεται — φαίνω A ren. futperf ind pass 3rd sg πέσσω Acut. (Sp.) fut ind pass 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2белый — бел, бела, бело, укр. бiлий, ст. слав. бѣлъ, болг. бял, сербохорв. би̏о, биjу̀ела, словен. bė̂ɫ, чеш. bily, польск. biaɫy, в. луж., н. луж. běɫy. Исконнородственно др. инд. bhālam блеск , bhāti светит, сияет , греч. πεφήσεται явится (от φαίνω… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 3έπειτα — (AM ἔπειτα) επίρρ. 1. αργότερα, μετά, ακολούθως 2. (σε ερώτηση) έπειτα; κι έπειτα; εκφράζει περιφρόνηση, ειρωνεία ή αδιαφορία για ισχυρισμό ή συμπέρασμα που υπονοείται (α. «θα φύγει κι έπειτα;» β. «ἔπειτα οὐκ οἴει φροντίζειν τοὺς θεοὺς ἀνθρώπων;» …

    Dictionary of Greek

  • 4bhā-1, bhō-, bhǝ- —     bhā 1, bhō , bhǝ     English meaning: to shine     Deutsche Übersetzung: “glänzen, leuchten, scheinen”     Material: O.Ind. bhü (in compound) “ shine, light, lustre “, bhü ti “ shines, (he) appears “, bhü ti ḥ “light”, bhü na m n. “ the… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary