πευκᾶεν

  • 1πευκᾶεν — πευκήεις pine covered masc voc sg (doric) πευκήεις pine covered neut nom/voc sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πευκήεις — και δωρ. τ. πευκάεις, εσσα, εν, Α 1. (για τόπο) γεμάτος πεύκα, πευκόφυτος («νῆσον πευκήεσσαν», Ορφ.) 2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου («πευκᾱεν σκάφος», Ευρ.) 3. πικρός, διαπεραστικός («πευκαεντ ὀλολυγμόν», Οππιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ …

    Dictionary of Greek