πεττική
1πεσσικός — και πεττικός, ή, όν, Α [πεσσός] 1. αυτός που έχει σχέση με το παιχνίδι τών πεσσών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πεττική το παιχνίδι τών πεσσών …
1πεσσικός — και πεττικός, ή, όν, Α [πεσσός] 1. αυτός που έχει σχέση με το παιχνίδι τών πεσσών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πεττική το παιχνίδι τών πεσσών …