πεττεύω
1πεττεύω — Α βλ. πεσσεύω …
2πεττεύω — πεσσεύω play at draughts pres subj act 1st sg (attic) πεσσεύω play at draughts pres ind act 1st sg (attic) …
3διαπεττεύω — (Α) [πεττεύω] φρ. «διαπεττεύω τήν ελπίδα πρός τινα» δοκιμάζω την τύχη μου σαν να τήν παίζω στα ζάρια με κάποιον …
4παραπέτευμα — το, Μ σύμβολο που δινόταν για λήψη σίτου εν καιρώ διανομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. parapeteuma, atis (< παρ[α] * + πεττεύω < πεσσός / πεττός)] …
5πεσσεύω — και πεττεύω Α [πεσσός] 1. παίζω πεσσούς 2. (για την τύχη) ρυθμίζω τη ζωή τών ανθρώπων σαν να είναι τυχερό παιχνίδι …