πετταράκοντα

  • 1πετταράκοντα — Α (βοιωτ. τ.) βλ. τεσσαράκοντα …

    Dictionary of Greek

  • 2τεσσαράκοντα — οι, τα / τεσσαράκοντα, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και αττ. τ. τετταράκοντα και ιων. τ. τεσσεράκοντα και σικελιωτ. ιων. τετράοοντα και δωρ. τ. τετρώκοντα και τεταράκοντα και βοιωτ. τ. πετταράκοντα Α άκλ. (απόλ. αριθμ.) 1. σαράντα 2. παροιμ. φρ. «παρά μίαν… …

    Dictionary of Greek