πετρο-φῠής

  • 1πλευροφυής — ές, Μ (για την Εύα) αυτή που γεννήθηκε από την πλευρά τού Αδάμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. γυναικο φυής, πετρο φυής] …

    Dictionary of Greek

  • 2στεφανοφυής — ές, Ν βοτ. (για στήμονα) αυτός που φύεται από τη στεφάνη τού άνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεφάνη + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. πετρο φυής] …

    Dictionary of Greek