πετροβολίας
1πετροβολίας — πετροβολίᾱς , πετροβολία stoning fem acc pl πετροβολίᾱς , πετροβολία stoning fem gen sg (attic doric aeolic) …
1πετροβολίας — πετροβολίᾱς , πετροβολία stoning fem acc pl πετροβολίᾱς , πετροβολία stoning fem gen sg (attic doric aeolic) …