πετραί

  • 41κυάνεος — κυάνεος, έα, ον (AM) [κύανος] βλ. κυανός αρχ. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Κυάνεαι (ενν. νῆσοι ή πέτραι) οι Συμπληγάδες («αἱ δὲ Κυάνεαι πρὸς τῷ στόματι τοῡ Πόντου εἰσὶ δύο νησίδια», Στράβ.) …

    Dictionary of Greek

  • 42λύμαξ — Ονομασία ποταμού της Φιγαλίας κατά την αρχαιότητα, που εξέβαλλε στον Νέδα. Στο σημείο αυτό υπήρχαν θερμά νερά και το ιερό της θεάς Ευρυνόμης, που ήταν μισή γυναίκα και μισή ψάρι. Η παράδοση αναφέρει ότι η Ρέα με τις νύμφες είχαν πλύνει τον Δία… …

    Dictionary of Greek

  • 43πλαγκτός — ή, ό / πλαγκτός, ή, όν, ΝΑ, πλακτός, ή, όν, θηλ. και ός Α νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πλαγκτόν βιολ. βλ. πλαγκτόν αρχ. 1. (κυρίως για πλοία) αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, περιπλανώμενος 2. ο άστατος («πλαγκτὰ δ ὡσεί τις νεφέλα πνευμάτων ὑπὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 44πολυηχής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο («πολυηχέες πέτραι», Απολλ. Ρόδ.) 2. αυτός που παράγει ποικιλία ήχων, πολύφωνος («χοροῦ πολυηχὴς φωνή», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για άνεμο) θορυβώδης 2. (για τραγούδι αηδονιού) αυτός που έχει ποικιλία ήχων,… …

    Dictionary of Greek

  • 45ρακτός — ή, όν, Α 1. (για τόπο) κρημνώδης, δύσβατος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ῥακτοί (κατά τον Ησύχ.) «φάραγγες, πέτραι, χαράδραι». [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. αορ. ἐ ρράγ ην) + κατάλ. τός τών ρηματ. επιθ.] …

    Dictionary of Greek

  • 46σαρωνίς — και σορωνίς, ίδος, ἡ, Α 1. πολύχρονη δρυς με εσωτερικό κοίλωμα, με κουφάλα 2. (κατά τον Ησύχ.) «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῑαι δρύες». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η σύνδεση τής λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος… …

    Dictionary of Greek

  • 47σκιρωνίδα — η / σκιρωνίς, ίδος, η, ΝΑ φρ. «Σκιρωνίδες πέτρες» και «Σκιρωνίδες πέτραι» ή, απλώς, «Σκιρωνίδες» απότομη βραχώδης κατάληξη τών Γεράνειων Ορέων στον Σαρωνικό, πέρα από τα Μέγαρα, η οποία σήμερα ονομάζεται Κακή Σκάλα και όπου, σύμφωνα με την… …

    Dictionary of Greek

  • 48σπάρνιοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐνθαλάττιοι πέτραι». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σπαρνός «σπάνιος»] …

    Dictionary of Greek

  • 49χοιράς — άδος, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) στον πληθ. οι χοιράδες και αἱ χοιράδες εξόγκωση και σκλήρυνση τών αδένων τού λαιμού («αὐτὸν δὲ τὸν Βατίνιον ἔχοντα χοιράδας ἐν τῷ τραχήλῳ», Πλούτ.) αρχ. 1. ως επίθ. αυτή που μοιάζει με χοίρο ή με τα νώτα χοίρου («χοιράδες …

    Dictionary of Greek

  • 50Πετραία Αραβία — Παλαιότερη ονομασία της βορειοδυτικής Αραβίας. Πήρε το όνομά της από την πρωτεύουσα του βασιλείου των Ναβαταίων Πέτρα ή Πέτραι. Αρχικά ήταν αποικία των Μιδιανιτών αλλά έφτασε σε μεγάλη ακμή με τους Ναβαταίους. Στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων …

    Dictionary of Greek