πετραί

  • 31PETRA — I. PETRA Urbs Moabitatum, forsan Rabba. II. PETRA cognomentum Equitum Illustrium Romanorum, a Suilio rei Valerio Asiatico additi, quod domum suam Mnesteris et Poppaeae congressibus praebuissent. Tacit. l. 11. Annal. c. 4. III. PETRA oppid.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 32PLANCTAE — insulae maris Euxini, apud os, quae et Cyaneae. Herodot. l. 4. Ε῎πλεε ἐπὶ τὰς Κυανἐας καλευμένας, τὰς πρότεροι Πλαγκτὰς Ε῞λληνές φαςιν εἶναι. Scylax Caryand. Αὗται δὲ αἱ Κυανέαι, ἅς λέγουςιν οἱ Ποιηταὶ Πλαγκτὰς πάλαι εἶναι, καὶ διὰ τούτων πρώτην… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 33SAMOS — I. SAMOS oppid. Magnae Graeciae, apud oram Calabriae ulterioris Lycophr. Steph. nunc Crepacuore Barrio, apud Locros, seu Hieracium Urbem, inde 6. mill. pass. in Boream, ubi Pythagoras habitâsse dicitur. II. SAMOS vulgo SAMO hodieque a fluv.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 34SCIRON — I. SCIRON latro fuit, cuius ossa quum in mare cecidissent, in scopulos conversa feruntur, quae adhuc Scironia saxa vocantur. Ovid. Met. l. 7. v. 443. s. Tutus ad Alcathoen Lelegeta moenia limes Composito Scirone patet: sparsisque latronis Terra… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 35Συμπληγάδες — οι / Συμπληγάδες, αἱ, ΝΜΑ, και στον εν. συμπληγάς, άδος Α (με ή χωρίς τη λ. πέτρες, πέτραι) δύο ψηλοί κάθετοι και απότομοι σκόπελοι που δημιουργούσαν ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα και οι οποίοι, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, άλλοτε προσέγγιζαν ο… …

    Dictionary of Greek

  • 36έρμαξ — ἕρμαξ, ὁ (Α) [έρμα] 1. σωρός από πέτρες γύρω από αγάλματα τού Ερμή που τοποθετούσαν στις οδούς, σχηματιζόμενος εξαιτίας τής παλιάς συνήθειας τών αρχαίων να ρίχνει κάθε διαβάτης μια πέτρα στον σωρό, ο αρμακάς 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἕρμακες ὕφαλοι… …

    Dictionary of Greek

  • 37αλιβρώς — ἁλιβρώς, ῶτος (ο, η) και ἁλίβρωτος, ον (Α) αυτός που τρώγεται, φθείρεται από τη θάλασσα («ἁλίβρωτοι πέτραι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο με διπλό, παράλληλο σχηματισμό, αθέματο (τριτόκλιτο: ἁλιβρώς) και θεματικό (δευτερόκλιτο: ἁλίβρωτος πρβλ. και ἀγνώς… …

    Dictionary of Greek

  • 38εκφύσημα — το (Α ἐκφύσημα) νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού εκφυσώ, το προερχόμενο από εκφύσηση 2. ιατρ. φλύκταινα αρχ. 1. έκρηξη ηφαιστείου 2. «πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς» (Ησύχ.) …

    Dictionary of Greek

  • 39καταρρώξ — καταρρώξ, ῶγος, ό, ἡ (Α) [καταρρήννυμι] ανώμαλος, απόκρημνος («καταρρὼγες πέτραι», Σοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 40κλύσμα — το (AM κλύσμα) [κλύζω] το υγρό που εισάγεται με κλυστήρα σε σωματική κοιλότητα για καθαρισμό της και, κυρίως, για καθαρισμό τών εντέρων νεοελλ. 1. ο καθαρισμός τών εντέρων με την έγχυση υγρού με ειδική συσκευή η οποία απολήγει σε κατάλληλο ρύγχος …

    Dictionary of Greek