πετασίτης
1πετασίτης — (petasites). Φυτό ποώδες, της οικογένειας των Συνθέτων. Αριθμεί περίπου 20 είδη, τα οποία ευδοκιμούν στις εύκρατες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Οι π. έχουν μεγάλα, πλατιά φύλλα και άνθη σε τσαμπιά. Στην Ελλάδα ευδοκιμεί ο π. το υβρίδιο,… …
2πετασίτις — ίτιδος, ἡ, Α ο πετασίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτασος «πλατύ καπέλο» + επίθημα ῖτις (πρβλ. μολοχ ίτις)] …
3σινεράρια — Κοινή ονομασία που δίδεται σε πολυάριθμες καλλιεργούμενες ανθοκομικές ποικιλίες του φυτού κινεραρία (ή σεκένιο) η αιματώδης, της οικογένειας των Σύνθετων (δικοτυλήδονα). Είναι φυτά ποώδη, πολυετή ή διετή, ύψους 25 50 εκατ. με μεγάλα καρδιόσχημα… …