περῶ
11ξεπερνώ — άω 1. βγαίνω έξω από μια ορισμένη κατάσταση, υπερβαίνω (α. «ξεπέρασε τα όρια» β. «ξεπέρασα τον εαυτό μου») 2. βγάζω κάτι από την οπή στην οποία ήταν περασμένο («ξεπερνώ την κλωστή από τη βελόνα») 3. υπερτερώ, είμαι καλύτερος, προηγούμαι («τόν… …
12πέραμα — Oνομασία 6 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 470 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (κάτ.) στον οποίο ανήκουν 8 κοινότητες. 2. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 230 μ.), στην πρώην… …
13πέραση — η / πέρασις, ΝΑ [περώ] νεοελλ. 1. (για νομίσματα) εγκυρότητα, αξία που επιτρέπει την κυκλοφορία αλλά και τη χρήση και αποδοχή στις διάφορες συναλλαγές («οι παλιές δεκάρες δεν έχουν πια πέραση») 2. μτφ. (για πρόσ.) αποδοχή και αναγνώριση από τους… …
14παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …
15περάτης — Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα δυτικά και κοντά στα Ιωάννινα. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (4 τ. χλμ., κάτ.). * * * και περατής, ο, ΝΑ [περώ] 1. οδηγός πορθμείου,… …
16περαζόμενος — η, ο (στον Ερωτόκρ.) (για τον χρόνο) περασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περῶ, κατά τις μτχ. σε (ζ)όμενος] …
17περασμός — ο, ΝΑ νεοελλ. διάβαση, πέρασμα αρχ. τέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αόρ. ἐ πέρασ α τού περῶ + κατάλ. μός] …
18περατικός — ή, ό / περατικός, ή, όν, ΝΜΑ [περώ] 1. αυτός που κατοικεί στο απέναντι μέρος ή αυτός που προέρχεται από το απέναντι μέρος, από την απέναντι όχθη ή ακτή 2. ξένος, ξενικός νεοελλ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περατικά (ενν. μέρη) (στο Βυζάντιο)… …
19περατός — και ιων. τ. περητός, ή, όν, Α [περώ] 1. αυτός από τον οποίο μπορεί να περάσει κανείς, διαβατός 2. ο περατικός 3. (για ποταμό) ο πλωτός …
20περητήριον — τὸ, Α τρυπάνι, αρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περῶ + επίθημα τήριον (πρβλ. διαβα τήριον)] …