περᾰτ-όω
1Πέρατ' — Πέρατε , Πέρατος masc voc sg …
2πέρατ' — πέρατα , πέρας end neut nom/voc/acc pl πέρατι , πέρας end neut dat sg πέρατε , πέρας end neut nom/voc/acc dual πέρατα , πέρατος neut nom/voc/acc pl πέρατε , πέρατος masc voc sg πέραται , πέρατος fem nom/voc pl πέραται , περάτη farthest quarter… …
3εφύπερα — ἐφύπερα, τὰ (Α) πάπ. οροφή, ταβάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένο σύνθ. από τις προθέσεις επί + ὑπὲρ + κατάλ. πληθ. ουδ. α (πρβλ. δώματ α, πέρατ α)] …
4περασάρης — ο, θηλ. ισσα αυτός που διέρχεται, που περνά από κάπου καθώς πορεύεται ή ταξιδεύει πεζός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέραση + κατάλ. άρης (πρβλ. περατ άρης)] …