περί-πλευρος
1περίπλευρος — ον, Α αυτός που καλύπτει τις πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αντί πλευρος] …
2περιπλευριτικός — ή, όν, Α 1. αυτός που προσβάλλει την πλευρά («περιπλευριτικὰ νοσήματα» η πλευρίτιδα, Ιπποκρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αντί πλευρος] …
3σύμπλευρος — ον, ΜΑ μσν. (για κομμάτι κρέατος) αυτός που είναι μαζί με τα πλευρά αρχ. διπλανός, αυτός που βρίσκεται δίπλα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. περί πλευρος] …