1περίοχος — ον, και αιολ. τ. πέρροχος, βοιωτ. τ. πέροχος, Α [περιέχω] 1. υπέροχος 2. υπέρτερος …
Dictionary of Greek
2πέρροχος — περίοχος superior masc/fem nom sg (aeolic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3πέρροχος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. περίοχος …
Dictionary of Greek