περὶ οὗ ἂν ᾖ ἡ βουλή

  • 81Γκεντιλίνης — Εξελληνισμένο επώνυμο ενετικής οικογένειας, που εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά. 1. Μαρίνος (16oς αι.). Διάσημος Βενετός μηχανικός. Η Βενετική Δημοκρατία τον έστειλε στην Κεφαλονιά για να σχεδιάσει την οχύρωση της Άσου. Οι απόγονοί του… …

    Dictionary of Greek

  • 82Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… …

    Dictionary of Greek

  • 83Καφαντάρης, Γεώργιος — (Φραγκίστα Ευρυτανίας 1873 – Αθήνα 1946). Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στο Μεσολόγγι και στο Καρπενήσι, ασχολήθηκε παράλληλα με οικονομικές μελέτες και πολιτεύτηκε πρώτη φορά το 1902, ενώ το… …

    Dictionary of Greek

  • 84Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 85Κόστα Ρίκα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κόστα Ρίκα Έκταση: 51.100 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.834.934 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σαν Χοσέ (313.262 κάτ. το 2000)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Νικαράγουα και στα ΝΑ με τον Παναμά, ενώ βρέχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 86Κρόμγουελ, Όλιβερ — (Oliver Cromwell, Χάντινγκτον 1599 – Λονδίνο 1658). Άγγλος πολιτικός. Γαιοκτήμονας από την κομητεία του Χάντινγκτον, εγκολπώθηκε με απόλυτη και σχεδόν φανατική αφοσίωση τις θρησκευτικές και πολιτικές θέσεις του πουριτανισμού, έπειτα από μια… …

    Dictionary of Greek

  • 87Λάμπρος, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1851 – Σκόπελος 1919). Ιστορικός, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Θεωρείται ο πιο διαπρεπής μεσαιωνολόγος και ιστοριοδίφης της νεότερης Ελλάδας. Γιος του νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.), ο Λ. έδειξε πολύ πρώιμη κλίση στα γράμματα… …

    Dictionary of Greek

  • 88Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …

    Dictionary of Greek

  • 89Λομβάρδος, Κωνσταντίνος — (Ζάκυνθος 1820 – Αθήνα 1888). Πολιτικός. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στο Μόναχο. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο όπου άσκησε την ιατρική, αλλά παράλληλα ασχολήθηκε και με την πολιτική. Αγωνίστηκε για την ένωση… …

    Dictionary of Greek

  • 90Λούντζης — Επώνυμο οικογένειας της Ζακύνθου, με καταγωγή από τη Μεθώνη. Μετά την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους, ο Πέτρος Λ. με πολλές άλλες οικογένειες μετανάστευσε στη Ζάκυνθο (1501). Η οικογένεια γράφτηκε στη Χρυσή Βίβλο των ευγενών (1624) και… …

    Dictionary of Greek