περὶ οὗ ἂν ᾖ ἡ βουλή

  • 71Héraclite d’Éphèse — Héraclite d Éphèse Pour les articles homonymes, voir Héraclite. Héraclite, huile sur toile d Hendrick ter Brugghen …

    Wikipédia en Français

  • 72Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 73δίαιτα — Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 74επιδίκαση — Κάθε διαδικασία που διενεργείται για τη διευθέτηση μιας διαφοράς. Η ε. πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο της απονομής δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο στόχο που μπορεί να έχει σε κάθε περίπτωση. Μπορεί επίσης να αποβλέπει στην επίλυση… …

    Dictionary of Greek

  • 75πολυμήχανος — η, ο / πολυμήχανος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί πολλά τεχνάσματα, να αντιμετωπίζει με ευφυΐα ή πονηριά τις δυσκολίες, εφευρετικός (α. «πολυμήχαν Ὀδυσσεῡ», Ομ. Ιλ. β. «πολυμήχανος περὶ τοὺς λόγους», Αριστείδ. Λόγ. «πολυμήχανος… …

    Dictionary of Greek

  • 76πρόδρομος — Oνομασία 11 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νερομύλων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Είναι έδρα… …

    Dictionary of Greek

  • 77πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι …

    Dictionary of Greek

  • 78συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… …

    Dictionary of Greek

  • 79ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …

    Dictionary of Greek

  • 80απόδημος ελληνισμός — Οι Έλληνες μετανάστες. Εάν ανατρέξουμε στην ιστορία του έθνους μας, θα διαπιστώσουμε ότι οι Έλληνες πάντοτε ταξίδευαν πολύ και σε ολόκληρη την ιστορία τους ένα σημαντικό ποσοστό τους ζούσε έξω και μακριά από τη μητρόπολη. Οι αποικίες που… …

    Dictionary of Greek