περὶ οὗ ἂν ᾖ ἡ βουλή

  • 51Λόιντ Τζορτζ, Ντέιβιντ — (David Lloyd, George Μάντσεστερ 1863 – Λανιστούμντοου, Ουαλία 1945). Άγγλος πολιτικός, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1916 22). Φιλελεύθερος με ριζοσπαστικές τάσεις, εξελέγη για πρώτη φορά το 1890 μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων, απ’ όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 52Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία …

    Dictionary of Greek

  • 53κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας …

    Dictionary of Greek

  • 54περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… …

    Dictionary of Greek

  • 55περισχοινίζω — ΝΑ 1. περιδένω, δένω ολόγυρα με σχοινί 2. περιβάλλω, περικλείω, περιφράσσω κάτι με σχοινί αρχ. 1. διαχωρίζω κάτι με σχοινί, όπως συνέβαινε στα αθηναϊκά δικαστήρια, όπου οι δικαστές χωρίζονταν από το πλήθος («περισχοινίσαι τὸ δικαστήριον, ὁπότε… …

    Dictionary of Greek

  • 56Δώρα ντ’ Ίστρια — (Dora d’ Istria, Βουκουρέστι 1828 – Φλωρεντία 1868). Φιλολογικό ψευδώνυμο της Ρουμάνας δοκιμιογράφου και διηγηματογράφου Ελένης Γκίκα. Η Δ. ντ’ Ί. ήταν κόρη του πρίγκιπα Μιχαήλ, υπουργού Εσωτερικών της Βλαχίας. Πριν από τον γάμο της με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 57Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …

    Dictionary of Greek

  • 58Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …

    Dictionary of Greek

  • 59Μάντζαρος, Νικόλαος — (Κέρκυρα 1795 – 1872). Συνθέτης και μουσικοδιδάσκαλος. Ήταν γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα με το επώνυμο Χαλικιόπουλος (το Μ. προστέθηκε αργότερα). Σπούδασε μουσική, αρχικά στην Κέρκυρα και στη συνέχεια στο περίφημο ωδείο San Pietro a Majella στη …

    Dictionary of Greek

  • 60Σκαλτσούνης, Ιωάννης — Νομομαθής και λόγιος (1821 1905). Σπούδασε νομικά στην Ιόνιο σχολή της Κέρκυρας και έπειτα στην Ιταλία, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας του δίκαιου στο πανεπιστήμιο της Πίζας. Ύστερα από πολύχρονη παραμονή στη Φλωρεντία, Βενετία και Τεργέστη, γύρισε …

    Dictionary of Greek