περσικός
1Περσικός — slippers masc nom sg …
2περσικός — slippers masc nom sg …
3περσικός — (I) ή, ό / περσικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πέρσης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες 2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η περσική η περσική γλώσσα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περσικά η περσική γλώσσα 2. φρ. «περσική γλώσσα» γλωσσ …
4περσικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή τους Πέρσες ή προέρχεται από την Περσία: Περσικά χαλιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Περσικός κόλπος (ή Αραβικός κόλπος) — Μυχός της Αραβικής θάλασσας (Ινδικός ωκεανός), που ορίζεται από την περσική ακτή και από μια ευρεία δρεπανοειδή διαμόρφωση της αραβικής ακτής. Συγκοινωνεί στα Α μέσω του πορθμού Ορμούζ, με τον κόλπο του Ομάν και κατά συνέπεια με τον ανοιχτό… …
6Περσικά — Περσικός slippers neut nom/voc/acc pl Περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc/acc dual Περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc sg (doric aeolic) …
7περσικά — Περσικός slippers neut nom/voc/acc pl περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc/acc dual περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc sg (doric aeolic) περσικά̱ , περσική slippers fem nom/voc/acc dual περσικά̱ , περσική slippers fem nom/voc sg (doric… …
8Περσικῶν — Περσικός slippers fem gen pl Περσικός slippers masc/neut gen pl …
9περσικῶν — Περσικός slippers fem gen pl Περσικός slippers masc/neut gen pl περσική slippers fem gen pl …
10Περσικόν — Περσικός slippers masc acc sg Περσικός slippers neut nom/voc/acc sg …