περσικός
31περσικήν — Περσικός slippers fem acc sg (attic epic ionic) περσική slippers fem acc sg (attic epic ionic) …
32Περσικῶς — Περσικός slippers adverbial …
33περσικῶς — Περσικός slippers adverbial …
34Περσικῷ — Περσικός slippers masc/neut dat sg …
35περσικῷ — Περσικός slippers masc/neut dat sg …
36μεσοπερσικός — μεσοπερσικός, ή, ό (Α) 1. αυτός που είναι κατά το ήμισυ περσικός 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεσοπερσικά ὑποδήματα γυναικεῑα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + περσικός] …
37ροδακινιά — (ροδακινέα η κοινή ή προύνος ο περσικός). Οπωροφόρο δέντρο της υποοικογένειας των προυνοειδών, της οικογένειας των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Δέντρο μέτριων διαστάσεων, ύψους έως 4 μ., έχει βλαστούς που ανοίγουν προς τα έξω και φύλλα βραχύμισχα,… …
38Περσικοί πόλεμοι — Με τον όρο αυτό δηλώνονται σε ευρεία έννοια οι εχθροπραξίες μεταξύ Ελλήνων και Περσών από το 498 π.Χ., οπότε οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς έστειλαν βοήθεια στους επαναστατημένους Ίωνες, μέχρι το 448 (Eιρήνη του Καλλία). Ο Θουκυδίδης, όμως, ονόμαζε …
39CANDYA — capitis tegmen pellitum, Persarum olim Regibus in usu, ut habetur apud Pollucem, l. 7. c. 13. Hinc Synesius, Orat. de Regno, Parthorum Regem, qui tiarâ et candye ornabatur, territum abstinentiâ Carini Imperatoris cessisse ei, cui ex vilissimis… …
40GALLUS Tanagroeus — vide Tanagra. Dicitur autem haec domestica volucris ita, παρὰ τὸ κάλλος, Isid. aliis a castratione, quod tales erant Galli, Cybeles Sacerdotes; vel, quod cristam habent in capite, galeae, similem: notae pugnacitatis avis domestica, e Perside… …