περνώ σε άλλο μέρος

  • 11διαβιβάζω — (AM διαβιβάζω) 1. μεταφέρω από κάποιον τόπο σε άλλο 2. μεταφέρω στο απέναντι μέρος 3. μεταβιβάζω, μεταδίδω, γίνομαι φορέας αρχ. 1. διατρίβω, περνώ τον καιρό μου 2. μεταφέρω τη μελωδία 3. διαβιβάζομαι α) εξαναγκάζω με τη βία β) (για φυτά) διαπερνώ …

    Dictionary of Greek

  • 12παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… …

    Dictionary of Greek

  • 13συνηβώ — άω, Α [σύνηβος] 1. περνώ την εφηβική ηλικία ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. συνεκδ. παίρνω μέρος σε κάποιο παιχνίδι μαζί με άλλους έφηβους, συμπαίζω …

    Dictionary of Greek