περι-ΐζω
1περιίζομαι — Α κάθομαι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἵζω / ομαι «καθίζω»] …
2περιανθίζω — περϊανθίζω , περί , ἀντί ἵζω si sd o pres subj act 1st sg περϊανθίζω , περί , ἀντί ἵζω si sd o pres ind act 1st sg περϊανθίζω , περί ἀνθίζω strew pres subj act 1st sg περϊανθίζω , περί ἀνθίζω strew pres ind act 1st sg …
3περιανθίσαι — περϊανθίσαι , περί , ἀντί ἵζω si sd o aor inf act περϊανθίσαῑ , περί , ἀντί ἵζω si sd o aor opt act 3rd sg περϊανθίσαι , περί ἀνθίζω strew aor inf act περϊανθίσαῑ , περί ἀνθίζω strew aor opt act 3rd sg …
4περιανθίσαντα — περϊανθίσαντα , περί , ἀντί ἵζω si sd o aor part act neut nom/voc/acc pl περϊανθίσαντα , περί , ἀντί ἵζω si sd o aor part act masc acc sg περϊανθίσαντα , περί ἀνθίζω strew aor part act neut nom/voc/acc pl περϊανθίσαντα , περί ἀνθίζω strew aor… …
5σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …
6περιαγκωνίζω — ΜΑ δένω τα χέρια κάποιου πίσω στη ράχη, δένω κάποιον πισθάγκωνα («πρῶτον μὲν περιέδυσαν τὸν γηραιόν.. ἔπειτα περιαγκωνίσαντές ἐκατέρωθεν, μάστιξι κατῄκιζον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγκών κατά τα ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ αγκων ίζω)] …
7περιανθιζομένην — περϊανθιζομένην , περί , ἀντί ἵζω si sd o pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) περϊανθιζομένην , περί ἀνθίζω strew pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …
8περιανθίζεσθαι — περϊανθίζεσθαι , περί , ἀντί ἵζω si sd o pres inf mp περϊανθίζεσθαι , περί ἀνθίζω strew pres inf mp …
9περιανθίζεται — περϊανθίζεται , περί , ἀντί ἵζω si sd o pres ind mp 3rd sg περϊανθίζεται , περί ἀνθίζω strew pres ind mp 3rd sg …
10περιανθίζονται — περϊανθίζονται , περί , ἀντί ἵζω si sd o pres ind mp 3rd pl περϊανθίζονται , περί ἀνθίζω strew pres ind mp 3rd pl …