περι-ᾱγής
1σκελεαγής — ές, Α 1. αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκελεαγές το κάταγμα τού σκέλους, σκελοκοπία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + αγής (< ἄγος < ἄγνυμι «σπάω»), πρβλ. περι αγής] …
1σκελεαγής — ές, Α 1. αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκελεαγές το κάταγμα τού σκέλους, σκελοκοπία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + αγής (< ἄγος < ἄγνυμι «σπάω»), πρβλ. περι αγής] …