περι-φαής

  • 1συμφαής — ές, Α (για τον Χριστό) αυτός που λάμπει μαζί με το Άγιο Πνεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φαής (< φᾶος), πρβλ. περι φαής] …

    Dictionary of Greek

  • 2υπερφαής — ές, ΜΑ πάρα πολύ φωτεινός, υπέρλαμπρος μσν. λαμπρός και διαφανής («τῆς ὑπερφαοῡς ἐκείνης φωτοφανείας», Ανδρ. Κρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φαής (< φάος, φῶς), πρβλ. περι φαής] …

    Dictionary of Greek

  • 3περιφαής — ές, Α 1. αυτός που λάμπει προς όλες τις διευθύνσεις 2. αυτός που τά βλέπει όλα («βλεφάρων περιφαέα κύκλα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φαής (< φᾶος «φως»)] …

    Dictionary of Greek