περι-τέλλομαι

  • 1περιτέλλομαι — Α 1. περιστρέφομαι και συμπληρώνω έναν κύκλο, επανέρχομαι αφού συμπληρώσω την χρονική περίοδο που διαρκώ 2. (για τον Ήλιο και τους αστέρες) ανυψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα, ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τέλλομαι «διατελώ, αυξάνομαι,… …

    Dictionary of Greek