περι-τροπή

  • 11Несторий — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей. Несторий (греч …

    Википедия

  • 12побѣда — ПОБѢД|А (259), Ы с. 1.Победа: и велиѥ сърѣтениѥ бысть имъ. ѿ живѹщиихъ тѹ воѥводъ ѿ ц҃рѧ и ѿ кнѧзь. ˫ако побѣдѹ створьшемъ. ЧудН XII, 66г; ˫арославъ же пришьдъ и се де кыѥвѣ ѹтьръ пота съ дрѹжиною своѥю. паказа˫а [так!] побѣдѹ и трѹдъ великъ по… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 13άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε …

    Dictionary of Greek

  • 14γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …

    Dictionary of Greek

  • 15κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …

    Dictionary of Greek

  • 16λάκισμα — το (Α λάκισμα) [λακίζω] νεοελλ. γλάκημα, τροπή σε φυγή αρχ. κομμάτι από σχισμένο πράγμα, ξεσκλίδι, ράκος («τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένην χρόα πέπλων λακίσματ , ἀδόκιμμ ὀλβίοις ἔχειν», Ευρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 17λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …

    Dictionary of Greek

  • 18οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… …

    Dictionary of Greek

  • 19πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …

    Dictionary of Greek

  • 20σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …

    Dictionary of Greek